- πενταπαλαιστιαῖος
- πεντα-πᾰλαιστιαῖος, α, ον, = sq., Orib.49.23.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πενταπαλαιστιαίος — αία, ον, Α ο πενταπάλαιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπάλαιστος + κατάλ. ιαίος*] … Dictionary of Greek